- διακριτός
- η , ό[ν] ощутимый, воспринимаемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Διάκριτος — separated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκριτος — separated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριτός — (I) διακριτός, ον (Α) [διακρίνω] ξέχωρος, εκλεκτός. (II) ή, ό ευδιάκριτος, αισθητός, αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρακλή Μητσόπουλο] … Dictionary of Greek
διάκριτον — διάκριτος separated masc/fem acc sg διάκριτος separated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διακρίτου — Διάκριτος separated masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρίτου — διάκριτος separated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διακρίτῳ — Διάκριτος separated masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρίτῳ — διάκριτος separated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διάκριτοι — Διάκριτος separated masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκριτοι — διάκριτος separated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διάκριτον — Διάκριτος separated masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)